Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγκεφαλικό τα εγκεφαλικά
      γενική του εγκεφαλικού των εγκεφαλικών
    αιτιατική το εγκεφαλικό τα εγκεφαλικά
     κλητική εγκεφαλικό εγκεφαλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκεφαλικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκεφαλικός, από τη φράση εγκεφαλικό επεισόδιο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋ.ɟe.fa.liˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκε‐φα‐λι‐κό
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κε‐φα‐λι‐κό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγκεφαλικό ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εγκεφαλικό