vasculaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vasculaire | vasculaires |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vas.ky.lɛʁ/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαvasculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
vasculaire | vasculaires |
vasculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό