ενικός         πληθυντικός  
vasculaire vasculaires

  Ετυμολογία

επεξεργασία
vasculaire < λατινική vasculum + -aire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vas.ky.lɛʁ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

vasculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό