↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειακός η αγγειακή το αγγειακό
      γενική του αγγειακού της αγγειακής του αγγειακού
    αιτιατική τον αγγειακό την αγγειακή το αγγειακό
     κλητική αγγειακέ αγγειακή αγγειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειακοί οι αγγειακές τα αγγειακά
      γενική των αγγειακών των αγγειακών των αγγειακών
    αιτιατική τους αγγειακούς τις αγγειακές τα αγγειακά
     κλητική αγγειακοί αγγειακές αγγειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειακός < αγγεί(ο) + -ακός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.gi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγγειακός, -ή, -ό

  • (ανατομία, ιατρική) που αναφέρεται στα αγγεία του ανθρώπινου σώματος
    ※  Ετσι με τη χορήγηση ορισμένων ουσιών που λέγονται αυξητικοί παράγοντες, όπως ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγων, ο βασικός ινοβλαστικός αυξητικός παράγων κ.ά., είναι δυνατόν ο ασθενής να αναπτύξει παράπλευρα αγγεία, σε περιπτώσεις στεφανιαίας νόσου, κάνοντας έτσι ένα «βιολογικό by pass».
    Κωνσταντίνος Καπετάνιος, Γονίδια και μεταλλάξεις, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγγειακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)