αγγειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.gi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααγγειακός, -ή, -ό
- (ανατομία, ιατρική) που αναφέρεται στα αγγεία του ανθρώπινου σώματος
- ※ Ετσι με τη χορήγηση ορισμένων ουσιών που λέγονται αυξητικοί παράγοντες, όπως ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγων, ο βασικός ινοβλαστικός αυξητικός παράγων κ.ά., είναι δυνατόν ο ασθενής να αναπτύξει παράπλευρα αγγεία, σε περιπτώσεις στεφανιαίας νόσου, κάνοντας έτσι ένα «βιολογικό by pass».
- Κωνσταντίνος Καπετάνιος, Γονίδια και μεταλλάξεις, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ Ετσι με τη χορήγηση ορισμένων ουσιών που λέγονται αυξητικοί παράγοντες, όπως ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγων, ο βασικός ινοβλαστικός αυξητικός παράγων κ.ά., είναι δυνατόν ο ασθενής να αναπτύξει παράπλευρα αγγεία, σε περιπτώσεις στεφανιαίας νόσου, κάνοντας έτσι ένα «βιολογικό by pass».
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειακός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγγειακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)