ταμπλάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταμπλάς | οι | ταμπλάδες |
γενική | του | ταμπλά | των | ταμπλάδων |
αιτιατική | τον | ταμπλά | τους | ταμπλάδες |
κλητική | ταμπλά | ταμπλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταμπλάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) η αποπληξία
- η δυνατή δυσάρεστη έκπληξη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- μου ήρθε ταμπλάς: έμαθα κάτι το τελείως απρόσμενο που με αναστάτωσε
- → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
- μού 'ρχεται ταμπλάς → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταμπλάς
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ταμπλάς (άμεσο δάνειο) τουρκική tabla + -ς < αραβική < πιθανόν ελληνιστική τάβλα < λατινική tabella[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμπλάς αρσενικό
- λεπτό ξύλινο φύλλο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ταμπλάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.