Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ύπτιο τα ύπτια
      γενική του υπτίου
ύπτιου
των υπτίων
    αιτιατική το ύπτιο τα ύπτια
     κλητική ύπτιο ύπτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύπτιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ύπτιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ύπτιο ουδέτερο

  1. στυλ κολύμβησης στο οποίο οι αθλητές κινούνται συνεχώς ανάσκελα
  2. (γραμματική) ρηματικό ουσιαστικό αρσενικού γένους της λατινικής γλώσσας
     συνώνυμα: σουπίνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ύπτιο