σουπίνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουπίνο | τα | σουπίνα |
γενική | του | σουπίνου | των | σουπίνων |
αιτιατική | το | σουπίνο | τα | σουπίνα |
κλητική | σουπίνο | σουπίνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουπίνο < (λόγιο δάνειο) λατινική supin(um) + -ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουπίνο ουδέτερο
- (γραμματική) ρηματικό ουσιαστικό αρσενικού γένους της λατινικής γλώσσας