supinum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- supinum < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου supinus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsupinum
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | supinum | supina |
γενική | supinī | supinōrum |
δοτική | supinō | supinīs |
αιτιατική | supinum | supina |
κλητική | supinum | supina |
αφαιρετική | supinō | supinīs |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαsupinum