backstroke
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
backstroke | backstrokes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbackstroke (en)
- το ύπτιο (στυλ κολύμβησης)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- backstroke στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
backstroke | backstrokes |
backstroke (en)