μονοκοντυλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονοκοντυλιά | οι | μονοκοντυλιές |
γενική | της | μονοκοντυλιάς | των | μονοκοντυλιών |
αιτιατική | τη | μονοκοντυλιά | τις | μονοκοντυλιές |
κλητική | μονοκοντυλιά | μονοκοντυλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμονοκοντυλιά θηλυκό
- γραμμή που γίνεται με μια κοντυλιά, μ’ ένα σύρσιμο του αντικειμένου γραφής, χωρίς διακοπή ή ανασήκωμα