Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανασήκωμα τα ανασηκώματα
      γενική του ανασηκώματος των ανασηκωμάτων
    αιτιατική το ανασήκωμα τα ανασηκώματα
     κλητική ανασήκωμα ανασηκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασήκωμα < ανασηκώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανασήκωμα ουδέτερο (δόκιμος ο ενικός)

  1. η άρση, το να σηκώνεται κάτι πιο ψηλά, όχι όμως και να υψώνεται ιδιαίτερα
    το ανασήκωμα της φούστας, του φρυδιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία