ανασήκωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανασήκωμα < ανασηκώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανασήκωμα ουδέτερο (δόκιμος ο ενικός)
- η άρση, το να σηκώνεται κάτι πιο ψηλά, όχι όμως και να υψώνεται ιδιαίτερα
- το ανασήκωμα της φούστας, του φρυδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασήκωμα
|