cursive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcursive (en)
- (ligature) περιδετική γραφή, περιδετογραφία, περιδεσιγραφία
- τα αυθεντικά cursive είναι τα κυριολεκτικώς handwriting cursive και όχι τα τυποποιημένα στοιχεία που φέρουν το ίδιο όνομα
- γραφή με διακριτούς χαρακτήρες, η οποία μιμείται την συνενωτική καλλιγραφία• ως αποτέλεσμα κάποιες γραμμές πετούν έξω από τον χαρακτήρα (συχνά γραμμές σε θέση που δεν σχετίζεται με τον κοινώς αποδεκτό συμβολισμό του χαρακτήρα), (μπορεί να είναι καλλιγραφική ή μη γραφή - δεν προσδιορίζεται)
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο ίδιος τρόπος γραφής χαρακτήρων από μεταλλικά στοιχεία ή ψηφιακά, όμως συχνά σε κείμενα υπάρχει τσάκιση στο σημείο συνένωσης των χαρακτήρων - ανώμαλη καμπύλη με δυσαρμονική γωνία ή αιχμές - σε κάποια επαγγελματικά ποιοτικά λογότυπα γίνεται διορθωτική ομαλοποίηση στην συνένωση των διακριτών τυποποιημένων χαρακτήρων
- οι pseudo-cursive γραμματοσειρές εμφανίζουν τεχνική ligature-περιδετικής γραφής όμως με σαφέστατα κενά, συχνά ονοματίζονται ως cursive• ο όρος ligature (συνενωτική καλλιγραφία) όμως είναι απόλυτος