Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlɪɡətʃɚ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ligature (en)

  1. επίδεσμος
  2. περίδεση, απολίνωση
  3. (γράμμα) η λιγκατούρα, η συνένωση δύο ή περισσοτέρων γραμμάτων
    δείτε επίσης: Orthographic ligature στην αγγλική Βικιπαίδεια
  4. (μουσική) η λεγκατούρα
    δείτε επίσης: Ligature (music) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ligature στην αγγλική Βικιπαίδεια