ligature
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ligature (en)
- επίδεσμος
- περίδεση, απολίνωση
- (γράμμα) η λιγκατούρα, η συνένωση δύο ή περισσοτέρων γραμμάτων
- δείτε επίσης: Orthographic ligature στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (μουσική) η λεγκατούρα
- δείτε επίσης: Ligature (music) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ligature στην αγγλική Βικιπαίδεια