περίδεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίδεση | οι | περιδέσεις |
γενική | της | περίδεσης* | των | περιδέσεων |
αιτιατική | την | περίδεση | τις | περιδέσεις |
κλητική | περίδεση | περιδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περίδεση < (ελληνιστική κοινή) περίδεσις < αρχαία ελληνική περιδέω < περί + δέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
περίδεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιδένω
- το δέσιμο γύρω από κάτι
- η επίδεση ενός τραυματισμένου μέλους του σώματος