λιγκατούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιγκατούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιγκατούρα θηλυκό
- (γράμμα) σύμπλεγμα, συνένωση δύο ή περισσοτέρων γραμμάτων σε ένα (βλ. γλύφος), ώστε να μοιάζει με χειρόγραφο
- Δείτε επίσης: Σύμπλεγμα (τυπογραφία) και Ελληνικά τυπογραφικά συμπλέγματα στη Βικιπαίδεια
- για τη μουσική → δείτε τη λέξη λεγκατούρα σημάδι που ενώνει δύο νότες