Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
caress caresses

caress (en)

  • το χάδι, ένα μαλακό άγγιγμα ή ένα φιλί για να δείξω ότι αγαπώ κάποιον
    ⮡  a motherly/tender caress - μητρικό/τρυφερό χάδι
    ⮡  erotic caresses - ερωτικά χάδια
ενεστώτας caress
γ΄ ενικό ενεστώτα caresses
αόριστος caressed
παθητική μετοχή caressed
ενεργητική μετοχή caressing

caress (en)

  • (μεταβατικό) χαϊδεύω, αγγίζω κάποιον ή κάτι μαλακά, ειδικά με σεξουαλικό τρόπο ή με τρόπο που δείχνει αγάπη
    ⮡  He caressed his wife lovingly.
    Χάιδεψε μ' αγάπη τη γυναίκα του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fondle