Ετυμολογία

επεξεργασία
χαϊδεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαϊδεύω < χάιδι [1] < ἠχάδιον με σημασία νανούρισμα, κανάκεμα [2] → δείτε τη λέξη χάιδι < αρχαία ελληνική ήχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xai̯ˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαϊ‐δεύ‐ω

χαϊδεύω , πρτ.: χάιδευα, στ.μέλλ.: θα χαϊδέψω, αόρ.: χάιδεψα, παθ.φωνή: χαϊδεύομαι, π.αόρ.: χαϊδεύτηκα, μτχ.π.π.: χαϊδεμένος

  1. ψαύω απαλά με τα δάκτυλα
     συνώνυμα: θωπεύω
  2. εκφράζω τρυφερότητα
  3. περιποιούμαι
  4. → δείτε και το παθητικό χαϊδεύομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χάδι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χαϊδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. χάδι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.