χάιδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χάιδι < μεσαιωνική ελληνική χάιδι < ηχάδιον (=κανάκεμα, τραγούδι) < ήχος +-άδιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
χάιδι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη χάδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χάιδι
→ δείτε τη λέξη χάδι |