↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανάκεμα τα κανακέματα
      γενική του κανακέματος των κανακεμάτων
    αιτιατική το κανάκεμα τα κανακέματα
     κλητική κανάκεμα κανακέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανάκεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανάκεμα < κανακεύ(ω) + -μα με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποίηση [mm] > [m][1] < κανάκι < αρχαία ελληνική καναχή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈna.ce.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐νά‐κε‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανάκεμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανάκεμα < κανακεύ(ω) + -μα με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποίηση [mm] > [m][1] < κανάκι < αρχαία ελληνική καναχή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανάκεμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία