Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανακίζω < μεσαιωνική ελληνική κανακίζω < κανάκι + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κανακίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία