↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καναχή αἱ καναχαί
      γενική τῆς καναχῆς τῶν καναχῶν
      δοτική τῇ καναχ ταῖς καναχαῖς
    αιτιατική τὴν καναχήν τὰς καναχᾱ́ς
     κλητική ! καναχή καναχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καναχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καναχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καναχή < κανάσσω (κατά το στοναχή < στενάχω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καναχή θηλυκό

  1. ήχος οξύς, έντονος, όπως της σάλπιγγας
  2. ήχος αυλού ή φόρμιγγος
  3. κλαγγή μετάλλου
  4. τριγμός, τρίξιμο
    ⮡  ὀδόντων καναχὴ πέλε

Συγγενικά

επεξεργασία