Ετυμολογία

επεξεργασία
καναχέω < καναχή

καναχέω / καναχῶ

  1. παράγω διάφορους ήχους, συνήθως οξείς, αλλά και μουσικής
  2. κελαρύζω για πηγές
  3. κοκορίζω για τον κόκορα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη καναχή