Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καναχέω < καναχή

  Ρήμα επεξεργασία

καναχέω / καναχῶ

  1. παράγω διάφορους ήχους, συνήθως οξείς, αλλά και μουσικής
  2. κελαρύζω για πηγές
  3. κοκορίζω για τον κόκορα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη καναχή

  Πηγές επεξεργασία