κελαρύζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κελαρύζω < αρχαία ελληνική κελαρύζω
Ρήμα
επεξεργασίακελαρύζω
- (για νερό που ρέει σε ρυάκι ή μικρό ποτάμι) ηχώ
- (μεταφορικά) μουρμουρίζω, σιγομουρμουρίζω, μιμούμαι τον ήχο του τρεχούμενου νερού