Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κελαρυστός η κελαρυστή το κελαρυστό
      γενική του κελαρυστού της κελαρυστής του κελαρυστού
    αιτιατική τον κελαρυστό την κελαρυστή το κελαρυστό
     κλητική κελαρυστέ κελαρυστή κελαρυστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κελαρυστοί οι κελαρυστές τα κελαρυστά
      γενική των κελαρυστών των κελαρυστών των κελαρυστών
    αιτιατική τους κελαρυστούς τις κελαρυστές τα κελαρυστά
     κλητική κελαρυστοί κελαρυστές κελαρυστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κελαρυστός < κελαρύζω + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

κελαρυστός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία