Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κελαρυστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κελαρυστ
ός
η
κελαρυστ
ή
το
κελαρυστ
ό
γενική
του
κελαρυστ
ού
της
κελαρυστ
ής
του
κελαρυστ
ού
αιτιατική
τον
κελαρυστ
ό
την
κελαρυστ
ή
το
κελαρυστ
ό
κλητική
κελαρυστ
έ
κελαρυστ
ή
κελαρυστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κελαρυστ
οί
οι
κελαρυστ
ές
τα
κελαρυστ
ά
γενική
των
κελαρυστ
ών
των
κελαρυστ
ών
των
κελαρυστ
ών
αιτιατική
τους
κελαρυστ
ούς
τις
κελαρυστ
ές
τα
κελαρυστ
ά
κλητική
κελαρυστ
οί
κελαρυστ
ές
κελαρυστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κελαρυστός
<
κελαρύζω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
κελαρυστός, -ή, -ό
που
κελαρύζει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κελαρύζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κελαρυστός
αγγλικά
:
babbling
(en)