ripple
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ripple | ripples |
ripple (en)
- η ρυτίδωση (νερού), ελαφρό κυμάτισμα
- (συνήθως ενικός) σιγανό κύμα, ένας ήχος που σταδιακά γίνεται πιο δυνατός και μετά πάλι πιο ήσυχος
- ⮡ A ripple of laughter passed through the crowd.
- Ένα σιγανό κύμα γέλιου διέτρεξε το ακροατήριο.
- ⮡ A ripple of laughter passed through the crowd.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | ripple |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ripples |
αόριστος | rippled |
παθητική μετοχή | rippled |
ενεργητική μετοχή | rippling |
ripple (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρυτιδώνω, κυματίζω ελαφρά, κινούμαι ή κάνω κάτι να κινηθεί σε πολύ μικρά κύματα
- ⮡ The breeze rippled the calm waters of the lake.
- Η αύρα ρυτίδωνε τα ήρεμα νερά της λίμνης.
- ⮡ The wheat rippled in the breeze.
- Το σιτάρι κυμάτισε ελαφρά με τ' αεράκι.
- ⮡ The breeze rippled the calm waters of the lake.