Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ripple ripples

ripple (en)

  1. η ρυτίδωση (νερού), ελαφρό κυμάτισμα
  2. (συνήθως ενικός) σιγανό κύμα, ένας ήχος που σταδιακά γίνεται πιο δυνατός και μετά πάλι πιο ήσυχος
    ⮡  A ripple of laughter passed through the crowd.
    Ένα σιγανό κύμα γέλιου διέτρεξε το ακροατήριο.
ενεστώτας ripple
γ΄ ενικό ενεστώτα ripples
αόριστος rippled
παθητική μετοχή rippled
ενεργητική μετοχή rippling

ripple (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ρυτιδώνω, κυματίζω ελαφρά, κινούμαι ή κάνω κάτι να κινηθεί σε πολύ μικρά κύματα
    ⮡  The breeze rippled the calm waters of the lake.
    Η αύρα ρυτίδωνε τα ήρεμα νερά της λίμνης.
    ⮡  The wheat rippled in the breeze.
    Το σιτάρι κυμάτισε ελαφρά με τ' αεράκι.