μουρμουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουρμουρίζω < μεσαιωνική ελληνική μουρμουρίζω < (ελληνιστική κοινή)(;) μορμυρίζω < αρχαία ελληνική μορμύρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /muɾ.muˈɾi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαμουρμουρίζω
- μιλώ σιγά και ακούγομαι με δυσκολία
- λέω σιγανά κάτι που δεν έχει νόημα
- παραπονιέμαι χαμηλόφωνα
- ακούγομαι σαν μουρμουρητό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουρμουρίζω | μουρμούριζα | θα μουρμουρίζω | να μουρμουρίζω | μουρμουρίζοντας | |
β' ενικ. | μουρμουρίζεις | μουρμούριζες | θα μουρμουρίζεις | να μουρμουρίζεις | μουρμούριζε | |
γ' ενικ. | μουρμουρίζει | μουρμούριζε | θα μουρμουρίζει | να μουρμουρίζει | ||
α' πληθ. | μουρμουρίζουμε | μουρμουρίζαμε | θα μουρμουρίζουμε | να μουρμουρίζουμε | ||
β' πληθ. | μουρμουρίζετε | μουρμουρίζατε | θα μουρμουρίζετε | να μουρμουρίζετε | μουρμουρίζετε | |
γ' πληθ. | μουρμουρίζουν(ε) | μουρμούριζαν μουρμουρίζαν(ε) |
θα μουρμουρίζουν(ε) | να μουρμουρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μουρμούρισα | θα μουρμουρίσω | να μουρμουρίσω | μουρμουρίσει | ||
β' ενικ. | μουρμούρισες | θα μουρμουρίσεις | να μουρμουρίσεις | μουρμούρισε | ||
γ' ενικ. | μουρμούρισε | θα μουρμουρίσει | να μουρμουρίσει | |||
α' πληθ. | μουρμουρίσαμε | θα μουρμουρίσουμε | να μουρμουρίσουμε | |||
β' πληθ. | μουρμουρίσατε | θα μουρμουρίσετε | να μουρμουρίσετε | μουρμουρίστε | ||
γ' πληθ. | μουρμούρισαν μουρμουρίσαν(ε) |
θα μουρμουρίσουν(ε) | να μουρμουρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουρμουρίσει | είχα μουρμουρίσει | θα έχω μουρμουρίσει | να έχω μουρμουρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μουρμουρίσει | είχες μουρμουρίσει | θα έχεις μουρμουρίσει | να έχεις μουρμουρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μουρμουρίσει | είχε μουρμουρίσει | θα έχει μουρμουρίσει | να έχει μουρμουρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουρμουρίσει | είχαμε μουρμουρίσει | θα έχουμε μουρμουρίσει | να έχουμε μουρμουρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μουρμουρίσει | είχατε μουρμουρίσει | θα έχετε μουρμουρίσει | να έχετε μουρμουρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουρμουρίσει | είχαν μουρμουρίσει | θα έχουν μουρμουρίσει | να έχουν μουρμουρίσει |
|