μουρμούρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουρμούρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουρμούρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του μουρμουρίζω, το μουρμουρητό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουρμούρισμα
→ δείτε τη λέξη μουρμουρητό |