Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουρμούρα οι μουρμούρες
      γενική της μουρμούρας
    αιτιατική τη μουρμούρα τις μουρμούρες
     κλητική μουρμούρα μουρμούρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μουρμούρα στη νότια Ελλάδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουρμούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουρμούρα < μουρμουρίζω[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουρμούρα θηλυκό

  1. ο ήχος χαμηλόφωνης ομιλίας ή συνομιλίας
  2. (κατ’ επέκταση) το συνεχές και εκνευριστικό χαμηλόφωνο παράπονο
  3. (ψάρι) είδος ψαριού (Λιθόγναθος ο μόρμυρος , Lithognathus mormyrus)
     συνώνυμα: βασιλόψαρο

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)