Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορμυρίζω < (ελληνιστική κοινή)(;) μορμυρίζω < αρχαία ελληνική μορμύρω

  Ρήμα επεξεργασία

'μορμῡρίζω

  1. προκαλώ βοή, δημιουργώ ήχο
    μορμυρίζει: ταράττει, ἠχεῖ ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Μ, 1674)
    Μορμυρίζει: καταταράττει, ἠχεῖ, ὡς ἐπὶ ὑδάτων (Λεξικό Σούδα, Μ, 1253)
  2. ψιθυρίζω, κρυφομιλώ, μουρμουρίζω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία