μορμυρίζω
Ετυμολογία
επεξεργασία- μορμυρίζω < (ελληνιστική κοινή)(;) μορμυρίζω < αρχαία ελληνική μορμύρω
Ρήμα
επεξεργασία'μορμῡρίζω
- προκαλώ βοή, δημιουργώ ήχο
- μορμυρίζει: ταράττει, ἠχεῖ (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Μ , 1674)
- Μορμυρίζει: καταταράττει, ἠχεῖ, ὡς ἐπὶ ὑδάτων (Λεξικό Σούδα, Μ, 1253)
- ψιθυρίζω, κρυφομιλώ, μουρμουρίζω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μορμυρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.