Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυφομιλώ < κρυφ(ο)- + μιλώ

κρυφομιλώ

  1. μιλώ χωρίς να με αντιληφθούν οι άλλοι
  2. ψιθυρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία