ψιθυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιθυρίζω < ψιθυρίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psi.θiˈɾi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαψιθυρίζω
- μιλάω με σχεδόν κλειστές τις φωνητικές χορδές, ώστε να ακούγομαι σιγά
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψιθυρίζω | ψιθύριζα | θα ψιθυρίζω | να ψιθυρίζω | ψιθυρίζοντας | |
β' ενικ. | ψιθυρίζεις | ψιθύριζες | θα ψιθυρίζεις | να ψιθυρίζεις | ψιθύριζε | |
γ' ενικ. | ψιθυρίζει | ψιθύριζε | θα ψιθυρίζει | να ψιθυρίζει | ||
α' πληθ. | ψιθυρίζουμε | ψιθυρίζαμε | θα ψιθυρίζουμε | να ψιθυρίζουμε | ||
β' πληθ. | ψιθυρίζετε | ψιθυρίζατε | θα ψιθυρίζετε | να ψιθυρίζετε | ψιθυρίζετε | |
γ' πληθ. | ψιθυρίζουν(ε) | ψιθύριζαν ψιθυρίζαν(ε) |
θα ψιθυρίζουν(ε) | να ψιθυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψιθύρισα | θα ψιθυρίσω | να ψιθυρίσω | ψιθυρίσει | ||
β' ενικ. | ψιθύρισες | θα ψιθυρίσεις | να ψιθυρίσεις | ψιθύρισε | ||
γ' ενικ. | ψιθύρισε | θα ψιθυρίσει | να ψιθυρίσει | |||
α' πληθ. | ψιθυρίσαμε | θα ψιθυρίσουμε | να ψιθυρίσουμε | |||
β' πληθ. | ψιθυρίσατε | θα ψιθυρίσετε | να ψιθυρίσετε | ψιθυρίστε | ||
γ' πληθ. | ψιθύρισαν ψιθυρίσαν(ε) |
θα ψιθυρίσουν(ε) | να ψιθυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψιθυρίσει | είχα ψιθυρίσει | θα έχω ψιθυρίσει | να έχω ψιθυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψιθυρίσει | είχες ψιθυρίσει | θα έχεις ψιθυρίσει | να έχεις ψιθυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψιθυρίσει | είχε ψιθυρίσει | θα έχει ψιθυρίσει | να έχει ψιθυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψιθυρίσει | είχαμε ψιθυρίσει | θα έχουμε ψιθυρίσει | να έχουμε ψιθυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψιθυρίσει | είχατε ψιθυρίσει | θα έχετε ψιθυρίσει | να έχετε ψιθυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψιθυρίσει | είχαν ψιθυρίσει | θα έχουν ψιθυρίσει | να έχουν ψιθυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψιθυρίζω