Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιθυρίζω < ψιθυρίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psi.θiˈɾi.zo/

ψιθυρίζω

  • μιλάω με σχεδόν κλειστές τις φωνητικές χορδές, ώστε να ακούγομαι σιγά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιθυρίζω < ψίθυρος + -ίζω

ψιθυρίζω

  1. μιλώ χαμηλόφωνα

Συγγενικά

επεξεργασία