ψιθυρίζεται
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιθυρίζεται < γ’ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα παθητικής φωνής του ρήματος ψιθυρίζω < αρχαία ελληνική ψιθυρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαψιθυρίζεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψιθυρίζεται
|
ψιθυρίζεται
|