Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψιθύρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψιθύρισμα
τα
ψιθυρίσμα
τ
α
γενική
του
ψιθυρίσμα
τ
ος
των
ψιθυρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ψιθύρισμα
τα
ψιθυρίσμα
τ
α
κλητική
ψιθύρισμα
ψιθυρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψιθύρισμα
<
ψιθυρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψιθύρισμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
ψιθυρίζω
λόγος
που εκφέρεται με πολύ σιγανή φωνή
(
μεταφορικά
) ήχος πολύ χαμηλής έντασης
Συνώνυμα
επεξεργασία
ψίθυρος
Συγγενικά
επεξεργασία
ψιθυρίζεται
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστός
ψίθυρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψιθύρισμα
αγγλικά
:
whisper
(en)
γαλλικά
:
chuchotement
(fr)
γερμανικά
:
Geflüster
(de)