Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃy.ʃɔt.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chuchotement chuchotements

chuchotement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία