ψίθυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψίθυρος | οι | ψίθυροι |
γενική | του | ψίθυρου & ψιθύρου |
των | ψίθυρων & ψιθύρων |
αιτιατική | τον | ψίθυρο | τους | ψίθυρους & ψιθύρους |
κλητική | ψίθυρε | ψίθυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψίθυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψίθυρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpsi.θi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψί‐θυ‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψίθυρος αρσενικό
- ο μακρόσυρτος και ασαφής ήχος με χαμηλή ένταση, που παράγεται από χαμηλόφωνη ομιλία
- ⮡ Όλη νύχτα ακούγονταν ψίθυροι από το διπλανό διαμέρισμα.
- ≈ συνώνυμα: μουρμουρητό, ψιθύρισμα
- (γενικότερα) κάθε σιγανός, ήσυχος κι ευχάριστος ήχος
- ⮡ ο ψίθυρος του ποταμού
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη ψίθυροι: φήμη που κυκλοφορεί υπόγεια, από στόμα σε στόμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψίθυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψίθυρος < ψιθυρ(ίζω) + -ος Πιθανόν (ηχομιμητική λέξη). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ψίθυρος | τὸ | ψίθυρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ψιθύρου | τοῦ | ψιθύρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ψιθύρῳ | τῷ | ψιθύρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ψίθυρον | τὸ | ψίθυρον | ||
κλητική ὦ! | ψίθυρε | ψίθυρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ψίθυροι | τὰ | ψίθυρᾰ | ||
γενική | τῶν | ψιθύρων | τῶν | ψιθύρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ψιθύροις | τοῖς | ψιθύροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ψιθύρους | τὰ | ψίθυρᾰ | ||
κλητική ὦ! | ψίθυροι | ψίθυρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιθύρω | τὼ | ψιθύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψιθύροιν | τοῖν | ψιθύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ψίθυρος, ος, ον
- που διαβάλλει, συκοφαντικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψίθυρος | οἱ | ψίθυροι |
γενική | τοῦ | ψιθύρου | τῶν | ψιθύρων |
δοτική | τῷ | ψιθύρῳ | τοῖς | ψιθύροις |
αιτιατική | τὸν | ψίθυρον | τοὺς | ψιθύρους |
κλητική ὦ! | ψίθυρε | ψίθυροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιθύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψιθύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ψίθυρος αρσενικό
- ψιθυριστής, συκοφάντης
- ήχος πουλιών
Πηγές
επεξεργασία- ψίθυρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψίθυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.