↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψίθυρος οι ψίθυροι
      γενική του ψίθυρου
ψιθύρου
των ψίθυρων
ψιθύρων
    αιτιατική τον ψίθυρο τους ψίθυρους
ψιθύρους
     κλητική ψίθυρε ψίθυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψίθυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψίθυρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpsi.θi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψί‐θυ‐ρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψίθυρος αρσενικό

  1. ο μακρόσυρτος και ασαφής ήχος με χαμηλή ένταση, που παράγεται από χαμηλόφωνη ομιλία
    ⮡  Όλη νύχτα ακούγονταν ψίθυροι από το διπλανό διαμέρισμα.
     συνώνυμα: μουρμουρητό, ψιθύρισμα
  2. (γενικότερα) κάθε σιγανός, ήσυχος κι ευχάριστος ήχος
    ⮡  ο ψίθυρος του ποταμού
  3. (μεταφορικά, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη ψίθυροι: φήμη που κυκλοφορεί υπόγεια, από στόμα σε στόμα
     συνώνυμα: διάδοση, σπερμολογία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψίθυρος < ψιθυρ(ίζω) + -ος Πιθανόν (ηχομιμητική λέξη). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ψίθυρος τὸ ψίθυρον
      γενική τοῦ/τῆς ψιθύρου τοῦ ψιθύρου
      δοτική τῷ/τῇ ψιθύρ τῷ ψιθύρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ψίθυρον τὸ ψίθυρον
     κλητική ! ψίθυρε ψίθυρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ψίθυροι τὰ ψίθυρ
      γενική τῶν ψιθύρων τῶν ψιθύρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ψιθύροις τοῖς ψιθύροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ψιθύρους τὰ ψίθυρ
     κλητική ! ψίθυροι ψίθυρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψιθύρω τὼ ψιθύρω
      γεν-δοτ τοῖν ψιθύροιν τοῖν ψιθύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ψίθυρος, ος, ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψίθυρος οἱ ψίθυροι
      γενική τοῦ ψιθύρου τῶν ψιθύρων
      δοτική τῷ ψιθύρ τοῖς ψιθύροις
    αιτιατική τὸν ψίθυρον τοὺς ψιθύρους
     κλητική ! ψίθυρε ψίθυροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψιθύρω
γεν-δοτ τοῖν  ψιθύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ψίθυρος αρσενικό

  1. ψιθυριστής, συκοφάντης
  2. ήχος πουλιών