Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουρμουρητό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μουρμουρητ
ό
τα
μουρμουρητ
ά
γενική
του
μουρμουρητ
ού
των
μουρμουρητ
ών
αιτιατική
το
μουρμουρητ
ό
τα
μουρμουρητ
ά
κλητική
μουρμουρητ
ό
μουρμουρητ
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουρμουρητό
< μουρ μουρ (ηχητική περιγραφή) + -ητό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μουρμουρητό
ουδέτερο
χαμηλόφωνη και όχι απόλυτα κατανοητή
ομιλία
άλλος παρόμοιος
ήχος
η
μουρμούρα
Συγγενικά
επεξεργασία
μουρμουρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουρμουρητό
αγγλικά
:
murmur
(en)
γαλλικά
:
murmure
(fr)