Ετυμολογία

επεξεργασία
μορμύρω < λείπει η ετυμολογία

μορμύρω

  1. (για νερά που ρέουν) κελαρύζω
  2. (για τη θάλασσα) παφλάζω
  3. (γενικότερα) μουρμουρίζω