gurgle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | gurgle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gurgles |
αόριστος | gurgled |
παθητική μετοχή | gurgled |
ενεργητική μετοχή | gurgling |
Ρήμα
επεξεργασίαgurgle (en)
- γουργουρίζω, παράγω έναν ήχο στο λαιμό μου όταν είμαι χαρούμενος
- ⮡ The baby gurgled happily.
- Το μωρό γουργούριζε ευτυχισμένο.
- ⮡ The baby gurgled happily.
Πηγές
επεξεργασία- gurgle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 197. ISBN 9780194325684., λήμμα: γουργουρίζω