Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγομουρμουρίζω < σιγο- (<σιγά) + μουρμουρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

σιγομουρμουρίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία