Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιγο- < θέμα του επιρρήματος σιγ(ά) + -ο-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐γο-

  Πρόθημα επεξεργασία

σιγο-

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγο- < θέμα του επιρρήματος σιγ(ά) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

σιγο-, σιγό-

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία