σιγο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιγο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιγο- < θέμα του επιρρήματος σιγ(ά) + -ο-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γο-
Πρόθημα
επεξεργασίασιγο-
- πρώτο συνθετικό σε ρήματα και τα παράγωγά τους που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό
- γίνεται χαμηλόφωνα, όχι δυνατά
- γίνεται με αργό ρυθμό, σταδιακά και όχι απότομα
- λίγο λίγο, ανεπαίσθητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Δε σχετίζονται ετυμολογικά με το σιγά: σιγοντάρισμα, σιγοντάρω
Πηγές
επεξεργασία- σιγο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίασιγο-, σιγό-
- πρώτο συνθετικό σε ρήματα και τα παράγωγά τους που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό
- γίνεται χαμηλόφωνα, όχι δυνατά
- σιγόπληξις (βουβή θλίψη)
- γίνεται με αργό ρυθμό, σταδιακά και όχι απότομα,
- γίνεται κρυφά, μυστικά
- γίνεται χαμηλόφωνα, όχι δυνατά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ.534-535 Τόμος 19 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.