Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεπαίσθητα < ανεπαίσθητ(ος) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανεπαίσθητα

  • λίγο, για κάτι που μόλις που γίνεται αισθητός
    ⮡  πόνεσα ανεπαίσθητα
    άλλες μορφές: ανεπαισθήτως (λόγιο, παρωχημένο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανεπαίσθητα