σιγοντάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιγοντάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σιγοντάρω
- (μουσική) το να κάνεις σεγκόντο
- άλλες μορφές: σεγκοντάρισμα, σεκοντάρισμα, σεγοντάρισμα
- (μεταφορικά) η υποστήριξη που παρέχεται σε κάποιον, κυρίως με την έννοια της προώθησης μιας ιδέας, ενός ατόμου (π.χ. έναν υπάλληλο για μια θέση)
- (ναυτικός όρος) στην ιστιοπλοΐα, όταν ο άνεμος αλλάζει διεύθυνση και έρχεται πιο κλειστά βοηθώντας το ιστιοφόρο να ακολουθήσει πορεία πιο κοντά στο επιθυμητό στόχο
- (μουσική) το να κάνεις σεγκόντο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιγοντάρισμα
|