σεγκόντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεγκόντο < (άμεσο δάνειο) βενετική segondo
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεγκόντο και σεκόντο ουδέτερο
- (μουσική) άλλη μορφή του σεκόντο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεγκόντο
→ δείτε τη λέξη σεκόντο |