σεκόντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεκόντο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση τραγουδιού
- (μεταφορικά) υποστήριξη κάποιου ή των απόψεων του
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) βοήθεια που προσφέρεται σε κάποιον ή στις προσπάθειές του
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- πρίμο σεκόντο: σε περιπτώσεις που κάποιος κατσαδιάζεται και ένας τρίτος υποστηρίζει αυτόν που τον κατσαδιάζει, μιλώντας σχεδόν ταυτόχρονα ή και από άλλη οπτική γωνία
- μ' άρχισαν κι οι δύο πρίμο σεκόντο και δεν τολμούσα να αρθρώσω λέξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεύτερη φωνή
|