κλειστά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίακλειστά
- με κλειστό τρόπο, κλείνοντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλειστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακλειστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κλειστός