↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστιοπλοΐα οι ιστιοπλοΐες
      γενική της ιστιοπλοΐας των ιστιοπλοϊών
    αιτιατική την ιστιοπλοΐα τις ιστιοπλοΐες
     κλητική ιστιοπλοΐα ιστιοπλοΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αγώνες ιστιοπλοΐας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιστιοπλοΐα < ιστιο- + -πλοΐα (πλέω), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική navigation à voiles [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.sti.o.ploˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐στι‐ο‐πλο‐ΐ‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιστιοπλοΐα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ιστίο και πλέω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία