Δείτε επίσης: voilé

  Ετυμολογία

επεξεργασία
voile < λατινική velum

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
voile voiles

voile (fr) αρσενικό

  1. το μαντήλι
    elle porte un voile - φοράει μαντήλι
  2. το πέπλο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
voile < veil < un voile

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
voile voiles

voile (fr) αρσενικό


Συγγενικά

επεξεργασία