Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέπλο τα πέπλα
      γενική του πέπλου των πέπλων
    αιτιατική το πέπλο τα πέπλα
     κλητική πέπλο πέπλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πέπλο < αρχαία ελληνική πέπλος[1]

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.plo/

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

πέπλο ουδέτερο

  • απαλό ύφασμα (από τούλι) το οποίο το φοράει συνήθως σε ένα γάμο η νύφη
    το πέπλο της νύφης

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία