πέπλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέπλο | τα | πέπλα |
γενική | του | πέπλου | των | πέπλων |
αιτιατική | το | πέπλο | τα | πέπλα |
κλητική | πέπλο | πέπλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέπλο < αρχαία ελληνική πέπλος[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπέπλο ουδέτερο
- απαλό ύφασμα (από τούλι) το οποίο το φοράει συνήθως σε ένα γάμο η νύφη
- το πέπλο της νύφης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πέπλο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πέπλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας