Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

voilier < une voile

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
voilier voiliers

voilier (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη voile