Ετυμολογία

επεξεργασία
σιγοντάρω < ιταλική secondare[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ɣonˈda.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐γο‐ντά‐ρω

σιγοντάρω, πρτ.: σιγοντάριζα/σιγοντάταρα, αόρ.: σιγοντάρισα/σιγοντάταρα

  1. υποστηρίζω κάποιον υιοθετώντας την άποψή του, συμφωνώ μαζί του και το δείχνω
  2. συνοδεύω τραγούδι κάνοντας τη δεύτερη φωνή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία