σιγοντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ɣonˈda.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γο‐ντά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίασιγοντάρω, πρτ.: σιγοντάριζα/σιγοντάταρα, αόρ.: σιγοντάρισα/σιγοντάταρα
- υποστηρίζω κάποιον υιοθετώντας την άποψή του, συμφωνώ μαζί του και το δείχνω
- συνοδεύω τραγούδι κάνοντας τη δεύτερη φωνή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σιγοντάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας