λίγο λίγο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λίγο λίγο : → δείτε τη λέξη λίγο
Έκφραση
επεξεργασίαλίγο λίγο
- λέγεται για μια διαδικασία που εξελίσσεται με αργό ρυθμό, βαθμιαία.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λίγο λίγο