Ετυμολογία

επεξεργασία
λίγο λίγο :  δείτε τη λέξη λίγο

λίγο λίγο

  • λέγεται για μια διαδικασία που εξελίσσεται με αργό ρυθμό, βαθμιαία.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία